τεμόνι

τεμόνι
το, Ν
βλ. τιμόνι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τιμόνι — και διαλ. τ. τεμόνι, το, Ν 1. (για πλοίο ή για αεροσκάφος) πηδάλιο 2. (για άμαξα, κάρο) ρυμός 3. (για αυτοκίνητο) το όργανο διεύθυνσης 4. μτφ. διοίκηση, διακυβέρνηση («χειρίζεται καλά το τιμόνι τού κράτους»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού βεν. timon <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”